- ὀβολοστατήρ
- ὀβολο-στᾰτήρ, ῆρος, ὁ, = sq., Hdn. Gr.1.48.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀβολοστατήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οβολοστατήρ — ὀβολοοτατήρ, ῆρος, ὁ (Α) οβολοστάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + στατήρ] … Dictionary of Greek